- ορυζοφάγος
- ος , ον питающийся рисом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ορυζοφάγος — και ρυζοφάγος, α, ο 1. αυτός που έχει ως κύρια τροφή του το ρύζι 2. αυτός που τού αρέσουν πολύ τα εδέσματα από ρύζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < όρυζα + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. β τού ἐσθίω). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα… … Dictionary of Greek
ορυζοφαγία — και ρυζοφαγία, η διατροφή που έχει ως βάση το ρύζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορυζοφάγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Ν. Δ. Βερναρδάκη] … Dictionary of Greek
πάντα — Όνομα 2 θηλαστικών της οικογένειας των προκυονιδών ή προκυνιδών: του μικρού π. (ailurus fulgens) και του γίγαντα π. (ailuropoda melanoneuca). Ο πρώτος, εξαιτίας του σχήματος του κεφαλιού και του κορμού, μοιάζει λίγο με μεγάλη γάτα· έχει ύψος… … Dictionary of Greek
ικτερίδες — (icteridae). Οικογένεια στρουθιομόρφων πτηνών της υπόταξης των ωδικών, που ζουν κυρίως στις τροπικές περιοχές. Είναι πτηνά μεσαίου μεγέθους, έχουν φτέρωμα με έντονους χρωματισμούς και οξύ, κωνικό ράμφος. Ταξιδεύουν σε σμήνη, όχι όμως την εποχή… … Dictionary of Greek